Σίδερη

Σίδερη
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ.), στην επαρχία Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ.), στην οποία ανήκει και το χωριό Ελαία (υψόμ. 120 μ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Карузос, Христос — Христос Карузос греч. Χρήστος Καρούζος Дата рождения: 14 января 1900(1900 01 14) Место рожден …   Википедия

  • σιδερός — ή, ό, Ν [σίδερο] (κυρίως στον Ερωτόκρ.) 1. σιδερένιος («σιδερὸν αμόνι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. πολύ σκληρός («κάναμε σιδερή καρδιά, τ αφτιά μας μολυβένια», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Σημηριώτης — Επώνυμο δύο Ελλήνων ποιητών. 1. Άγγελος (1871 1944). Γεννήθηκε στο Δικελί της Μ. Ασίας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και διετέλεσε καθηγητής της Εμπορικής Σχολής Χάλκης (1896 1900) και της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης (1901 1904). Ο Σ. υπήρξε ιδρυτής …   Dictionary of Greek

  • ξαίνω — έξανα, ξασμένος, χτενίζω, ξανοίγω, λαναρίζω (μαλλί, βαμβάκι, λινάρι) για να το κάνω κατάλληλο για κλώσιμο: Κι όλες τις μάθαμε δουλειές και τα μαλλιά να ξαίνουν (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξοπίσω — επίρρ. τοπ. 1. ξανά, απ την αρχή: Περίμενε να ξεράσει η θάλασσα ξοπίσω τους ναυαγισμένους. 2. διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο: Τρία αστροπελέκια πέσανε, ένα ξοπίσω στ άλλο (Σολωμός). 3. στο μέλλον, μελλοντικά: Γιατί ξοπίσω συφορές με καρτερούνε κι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολόσκεπος — ολόσκεπος, η, ο και ολοσκέπαστος, η, ο ο ολότελα σκεπασμένος, στεγασμένος: Να και το Νήριτο βουνό, ολόσκεπο από δάσια (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέτομαι — 1. πετώ. 2. καυχιέμαι: Και πέτεται πως η θεά της χάρισε η Παλλάδα να ξέρει αμίμητες δουλειές (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήχη — η 1. το τμήμα του ανθρώπινου χεριού από τον αγκώνα ως τον καρπό. 2. μέτρο μήκους ίσο με 0,64 του μέτρου: Πήχες εννιά είχαν πλάτος (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”